- χαμαιφυής
- -ές, ΝΜ(για φυτό) αυτός που φύεται κοντά στο έδαφος, που αναπτύσσεται σε μικρό ύψος.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)-* + -φυής (< φύω, -ομαι μέσω ενός ουδ. φύος), πρβλ. ἰδιο-φυής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαμ(αι)- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι βάμων, χαμ ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και… … Dictionary of Greek